+30 22510 23500
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ: Μαρκοπούλου 2, Μυτιλήνη, 81100

ΦΥΣΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

Υδροβιότοπος Κόλπου Καλλονής

Οι Παράκτιοι Υγρότοποι του Κόλπου Καλλονής αποτελούν έναν από τους σημαντικότερους πόρους του οικολογικού κεφαλαίου της Λέσβου. Οι παράκτιες περιοχές περιμετρικά του Κόλπου Καλλονής αποτελούν ένα ενιαίο οικολογικό σύστημα, καθώς στην περιοχή υπάρχει ένα μωσαϊκό αλιπέδων αλυκών, εκβολών μικρών ποταμών και χείμαρρων, καλαμιώνων, πευκοδάσους και ελαιώνων. Έτσι οι σχηματιζόμενοι υγρότοποι χρησιμεύουν ως καταφύγιο και τόπος αναπαραγωγής πολυάριθμων σπάνιων και προστατευόμενων ειδών πουλιών.

Συγκεκριμένα οι υγροβιότοποι περιλαμβάνουν όλο τον θαλάσσιο χώρο του Κόλπου και μεγάλο αριθμό χερσαίων υγρότοπων: οι αλυκές Καλλονής και Πολιχνίτου, οι χείμαρροι Τσικνιάς, Βούβαρης, Μυλοπόταμος, Εννιά Καμάρες, Ποταμιά, Λιμνοθάλασσα των Μέσσων, το έλος της Σκάλας Καλλονής, των Παρακοίλων, της Νυφίδας, κ.α. Η περιοχή του Κόλπου, έχει ενταχθεί στο Εθνικό & Ευρωπαϊκό Κατάλογο “Ειδικών Περιοχών Διατήρησης της Φύσης” του Δικτύου NATURA 2000″.

Η περιοχή φιλοξενεί 252 είδη πτηνών εκ των οποίων 87 είναι προστατευόμενα είδη και περιλαμβάνονται στο Παρ. I της Οδηγίας 79/409/ΕΟΚ αλλά και σε άλλες ευρωπαϊκές και διεθνείς συμβάσεις που δεσμεύουν τη χώρα (Red Book, Σύμ. Βέρνης, Συμ. Βόννης). Σημαντικότερο όμως είναι ότι 101 είδη πουλιών φωλιάζουν αριθμός που κρίνεται ιδιαίτερα αξιόλογος, ενώ 66 είδη είναι μεταναστευτικά.

Τα τελευταία χρόνια η παρατήρηση των πουλιών (bird-watching) στον εν λόγω υδροβιότοπο αποτελεί έναν πόλο έλξης ενδιαφέροντος επισκεπτών επιστημόνων-φυσιολατρών. Είδη όπως καστανόχηνες, αβοκέτες, καλαμοκανάδες, μαυροπελαργοί, λευκοπελαργοί, χαλκόκοτες, ροζ φλαμίγκος, θαλασσοκόρακες, φαλαρίδες, πετροτριδίλες, λευκοτσικνιάδες, σταχτοτσικνιάδες, κύκνοι κλπ., συναντούνται στην περιοχή. Η καλύτερη εποχή για την παρατήρησή των πουλιών είναι η άνοιξη και το φθινόπωρο.   

Αποτελεί μια δραστηριότητα αρκετών ατόμων, η οποία προβλέπεται να σημειώσει σημαντική αύξηση στο άμεσο μέλλον με την υποδομή, που έχει εγκατασταθεί στην περιοχή, μέσω υλοποίησης σχετικών προγραμμάτων (Τοποθέτηση Παρατηρητηρίων Ορνιθοπανίδας, σύσταση και λειτουργία Κέντρου Περιβαλλοντικής Ενημέρωσης, κ.λπ.). Η συγκεκριμένη περιοχή παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς είναι κατάφυτη από πεύκα, ελαιόδεντρα, καλαμιώνες, μια μεγάλη ποικιλία από σπάνια είδη χλωρίδας, όπως ορχιδέας, και αυτοφυή φυτά, που μαζί με τις εγκαταστάσεις των αλυκών προσφέρουν άφθονη τροφή και φυσικά καταφύγια σ΄ όλους τους έμβιους οργανισμούς, συμβάλλει στην διατήρηση της βιοποικιλότητας, ενώ πέρα της οικολογικής σημασίας έχει οικονομική και αισθητική βαρύνουσα αξία για την Λέσβο.

 

Υδροβιότοπος Ντίπι-Λάρσος

Μεγάλης οικολογικής σημασίας για την περιοχή Ευεργέτουλα, είναι το υγροτοπικό σύστημα του έλος Nτιπίου-Λάρσου μαζί με τον ποταμό Ευεργέτουλας, που αποτελεί τον μεγαλύτερο καλαμιώνα στο Αιγαίο.

Το έλος Ντιπί-Λάρσος καλύπτεται σχεδόν στο σύνολο της επιφάνειας των στάσιμων νερών, από πυκνότατους και αδιάβατους καλαμώνες. Συνυπάρχουν υδρόφυτα και άλλα ελόφυτα, με τα νεροκάλαμα να παρουσιάζεται ως η μόνη ουσιαστικά ανεπτυγμένη από πλευράς χλωριδικής σύνθεσης και χωρικής εξάπλωσης. Στις ελεύθερες επιφάνειες και στους εποχιακούς ή μόνιμους νερόλακκους αναπτύσσονται τα σπάνια είδη. Η μεγαλύτερη έκταση της παράκτιας ζώνης στο Κόλπο της Γέρας καλύπτεται από αμμονιτρόφιλη βλάστηση.

O υγροβιότοπος Nτιπί-Λάρσος στις εκβολές του φιλοξενεί μεγάλο αριθμό φυτών, ερπετών, αμφιβίων, πουλιών, εντόμων και την ακριβοθώρητη πια ενυδρίδα (Βίδρα Lutra lutra). Ορισμένα είδη από αυτά χαρακτηρίζονται από τη σπανιότητά τους. Τα νερά των παραποτάμων των πηγών, δημιουργούν περιοχές φυσικού κάλλους, δίνοντας την δυνατότητα στην περιοχή να ενταχθεί, επίσης στο Εθνικό & Ευρωπαϊκό Κατάλογο “Ειδικών Περιοχών Διατήρησης της Φύσης” του Δικτύου NATURA 2000

 

Χλωρίδα

Η Λέσβος λόγω ευνοϊκών εδαφοκλιματικών συνθηκών, διαθέτει μια από τις πλουσιότερες χλωρίδες του κόσμου, γεγονός που κατά πολύ συμβάλλει στην αισθητική του νησιού. Η αρχαία λυρική ποιήτρια Σαπφώ (6ος π.Χ. αιώνας) αναφέρει σε ποιήματά της τα φυτά της Λεσβιακής γης, ενώ επίσης ο φιλόσοφος Θεόφραστος (3ος π.Χ. αιώνας) καταγράφει συστηματικά μεγάλο αριθμό φυτών και ορίζεται ως ο ιδρυτής της Βοτανικής.

Σήμερα, περισσότερα από 1.400 taxa (είδη και υποείδη) φυτών περιλαμβάνονται στην χλωρίδα της Λέσβου. Ο πλούτος αυτός οφείλεται μεταξύ άλλων στην ποικιλία των βιοτόπων του νησιού, την ιδιαιτερότητα των πετρωμάτων του, τη μακροχρόνια επίδραση του ανθρώπου, την γειτνίασή του με τη Μικρά Ασία αλλά και τον από γεωλογική άποψη, πρόσφατο αποχωρισμό του Ανατολικού Αιγαίου από αυτή. Το νησί θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως «Βοτανικός Παράδεισος»: αρωματικά-φαρμακευτικά, καλλωπιστικά και σπάνια φυτά, δένδρα και θάμνοι. Αν και η Δυτική Λέσβος, συγκριτικά με την υπόλοιπη νησιωτική έκταση, είναι άγονη -με την εξαίρεση μικρές πεδινές εκτάσεις – τα ανατολικά, νότια και κεντρικά τμήματα είναι κατάφυτα από ελαιώνες (11.000.000 περίπου ελαιόδεντρα) και δάση πεύκων, βελανιδιών, καστανιών, πλατανιών, κ.α.

Μέσα από την μακρόχρονη παρουσία τους οι ελαιώνες έχουν αναδειχτεί ως το χαρακτηριστικότερο οικοσύστημα της Λέσβου και τα πουλιά, όπως και οι άλλοι οργανισμοί έχουν προσαρμοστεί απόλυτα, αναγνωρίζοντας τους ώριμους ελαιώνες ως δασικά συστήματα υψηλής αξίας. Είναι το πλέον εκτεταμένο σύστημα στο νησί και εμφανίζει σαφείς διαφορές ως προς το υψόμετρο, την ηλικία των δέντρων, την πυκνότητά τους και την υποκείμενη βλάστηση.

Το κύριο δασικό είδος της Λέσβου με την μεγαλύτερη εξάπλωση είναι η τραχεία πεύκη (pinus brutia ten.) που επικάθεται κύρια σε σχηματισμούς της οφειολιθικής σειράς καθώς και πάνω στην αρχαιότερη φάση των ηφαιστειακών σχηματισμών, τις ηφαιστειακές λάβες. Ένα δεύτερο είδος πεύκης η Pinus nigra (Μαύρη πεύκη) σχηματίζει δύο περιορισμένης έκτασης δάση, ανάμικτο με το pinus brutia. Το ένα βρίσκεται στην κορυφή Ψηλοκούδουνο μεταξύ Αγιάσου και Πλωμαρίου και το δεύτερο στην κορυφή του όρους Προφήτης Ηλίας κοντά στο χωριό Πτερούντα.

Η εξάπλωση των δασών και εκτάσεων καστανιάς είναι ευρύτατη σχεδόν σε όλο των ελληνικό χώρο. Στην περιοχή της Αγιάσου παρατηρείται το μόνο μεγάλο καστανόδασος (Castanea sativa) που εντοπίζεται στη νήσο Λέσβο, το οποίο μάλιστα αποτελεί και καλλιεργούμενη έκταση, με πλούσιο υποόροφο και σημαντική αναγέννηση. Η καστανιές γενικά φυτρώνουν στη μέση ορεινή ζώνη ανάμεσα σε άλλα φυλλοβόλα δέντρα. Εκτάσεις Καστανιάς στον Δήμο απαντώνται νότια του οικισμού της Αγιάσου, στην περιοχή του Σανατορίου (έκταση 8.000 στρέμματα-20.000 δένδρα).

Ο πλούτος της χλωρίδας της Λέσβου οφείλεται στην ποικιλία των βιοτόπων της, στον πλούσιο οριζόντιο διαμελισμό της, στο ορεινό της ανάγλυφο, στην ιδιαιτερότητα των πετρωμάτων της, στη μακροχρόνια επίδραση του ανθρώπου, στη γειτνίασή της με τη Μικρά Ασία αλλά και στον πρόσφατο γεωλογικό της αποχωρισμό από αυτήν. Πολλά από αυτά περιλαμβάνεται στο Κόκκινο Βιβλίο των σπάνιων και απειλούμενων φυτών της ελληνικής χλωρίδας, ενώ μεγάλος είναι ο αριθμός των άγριων ορχιδέων που μπορείς να συναντήσεις σε πολλές περιοχές του νησιού.

Τόσα πολλά ορχεοειδη δεν έχουν βρεθεί μέχρι τώρα σε κανένα άλλο μέρος της χώρας μας εκτός από την περιοχή του όρους Ολύμπου Αγιάσου της Λέσβου. Στην ίδια περιοχή φυτρώνουν και άλλα ενδιαφέροντα ορχεοειδή καθώς και η σπάνια παιώνια.

Θα πρέπει να αναφέρουμε την ύπαρξη του κίτρινου Ροδόδεντρου (Rhododendron Luteum Sweet), (Αγούδουρας για τους κατοίκους των γειτονικών χωριών) το οποίο δεν υπάρχει πουθενά στην Ελλάδα, παρά μόνο στην Λέσβο. Πρόκειται για φυλλοβόλο θάμνο με ύψος μέχρι 4,5 μ., με μεγάλα ωραία κίτρινα άνθη και φύλλα λογχοειδή και επιμήκη. Φύεται σε υγρά και γόνιμα αμμώδη και αργιλώδη εδάφη και το συναντάμε σε υψόμετρο από 60μ. έως την κορυφή του βουνού Προφήτη Ηλία (799μ.) της περιοχής Παρακοίλων, Ανεμώτιας και Πτερούντας.

 

Άλλα είδη που συναντώνται στη λεσβιακή ύπαιθρο είναι η αγριλιά (Olea oleaster), μυρτιά (Myrtus communis), πικροδάφνη (Nerium oleander), κουμαριά (Arbutus unedo), πουρνάρι ή πρίνος (Quercus coccifera), λαδανιά ή αξίστης (Cistus creticus), ρείκι δενδρώδες (Erica arborea), δάφνη του Απόλλωνα ή βάγια (Laurus nobilis), σπάρτο(Spartium junceum), δρυς χνοώδης ή ρουπάκι (Quercus pubesteus) κ.α.

Τα τελευταία χρόνια πλήθος επισκεπτών έρχονται κάθε χρόνο στη Λέσβο για να περπατήσουν τα μονοπάτια της και να δουν από κοντά τα σπάνια φυτά και ζώα της – αλλά και φυσική κληρονομιά που αποτελεί από τις σπουδαιότερες στην Ελλάδας.
 
Η προστασία της Λεσβιακής φύσης, είναι σήμερα επιτακτικότερη από κάθε άλλη φορά ενάντια στους κινδύνους που απειλούν την πλούσια χλωρίδα της, όπως είναι η διάνοιξη δρόμων, η δόμηση, η κακώς εννοούμενη τουριστική ανάπτυξη, η αποξήρανση και οικοπεδοποίηση υγροτόπων, η μετατροπή των κορυφών σε “δάση” κεραιών και ΑΠΕ κάθε είδους, οι πυρκαγιές και η υπερβολική βόσκηση ορισμένων περιοχών.